ἐγχαίνω
Look at other dictionaries:
υπεγχαίνω — Μ ἐγχάσκω* λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐγχαίνω, άλλος τ. τού ἐγχάσκω «χάσκω, αισθάνομαι ζωηρή επιθυμία, χλευάζω»] … Dictionary of Greek
υπεγχαίνω — Μ ἐγχάσκω* λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐγχαίνω, άλλος τ. τού ἐγχάσκω «χάσκω, αισθάνομαι ζωηρή επιθυμία, χλευάζω»] … Dictionary of Greek